Η ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΩΝ ΤΗΣ ΔΥΣΛΕΞΙΑΣ.
Η δυσλεξία, ως η πιο διαδεδομένη ειδική μαθησιακή δυσκολία, αφορά την αδυναμία στην κατάκτηση της ανάγνωσης και της γραφής. Το κύριο γνώρισμα που επιτρέπει την υποψία της ύπαρξης δυσλεξίας, είναι η ασυμφωνία που φανερώνεται μεταξύ της κανονικής ή άνω του μέσου όρου νοημοσύνης σε σχέση με τις μαθησιακές μειωμένες επιδόσεις του ατόμου (Μάρκου, 1994).
Πιο συγκεκρίμενα, σύμφωνα με τον ορισμό του Launay (1972), όπως αυτός παρατίθεται στον Σταύρου (1994), η δυσλεξία είναι η δυσλειτουργία και ο κακός
χειρισμός του γραπτού λόγου, που δεν είναι συνέπεια ορισμένης νοητικής ανεπάρκειας ή χαμηλής νοημοσύνης του ατόμου και χαρακτηρίζεται από σφάλματα στην διαδοχική σειρά των γραφημάτων και μεταπήδηση ή αντικατάσταση των φωνημάτων με άλλα. Από την άλλη, ο Σταύρου (1994), δίνει έναν πιο λειτουργικό και νευρολογικά προσανατολισμένο ορισμό, λέγοντας ότι η δυσλεξία είναι η δυσπροσαρμογή του χωροχρόνου, που οφείλεται σε μία δυσλειτουργία του αριστερού ημισφαιρίου του εγκεφάλου.
Ο Rabinovitch, ορίζει τη δυσλεξία ως μία αναγνωστική αναπηρία, στην οποία η αναγνωστική πρόοδος καθυστερεί σε σχέση με την νοητική πρόοδο. Η ειδική δυσλεξία είναι ένα σύνδρομο άγνωστης προέλευσης, όπου ο πάσχων εκδηλώνει δυσκολίες στην ανάγνωση, τη γραφή και την ορθογραφημένη γραφή, που δεν μπορεί να αποδοθεί σε νευρολογική ή νοητική δυσλειτουργία (Χασάπη, 1976).
Σύμφωνα με τον Στασινό (2015), η ειδική διαταραχή της δυσλεξίας, αφορά την δυσκολία στην πρόσκτηση βασικών γλωσσικών δεξιοτήτων, δηλαδή της ανάγνωσης, της γραφής, της ορθογραφημένης γραφής και των μαθηματικών. Οι δυσκολίες στη γραφή ταυτίζονται με την έννοια της δυσγραφίας.
Η Βρετανική Ψυχολογική Εταιρεία (1999) προτείνει έναν λειτουργικό και ακριβή ορισμό της δυσλεξίας, σύμφωνα με τον οποίον η αβίαστη και ευχερής ανάγνωση καθίσταται ατελής και πραγματώνεται με μεγάλη δυσκολία. Κυρίως αφορά την κατάκτηση των τυπικών δεξιοτήτων της ανάγνωσης και της γραφής σε «επίπεδο λέξεων» και προϋποθέτει ότι η δυσκολία είναι ανθεκτική και επίμονη στον χρόνο ανεξάρτητα από το κατάλληλα διαμορφωμένο μαθησιακό περιβάλλον (Στασινός,
2015).
Σύμφωνα με την Αμερικανική Εταιρεία Δυσλεξίας, η δυσλεξία αφορά την δυσκολία στην αποκωδικοποίηση των γραφημάτων και την αντιστοιχία των φωνημάτων με τα αντίστοιχα γραπτά σύμβολα. Οι εν λόγω δυσκολίες δεν συνεπάγονται με τη χρονολογική ηλικία του ατόμου και τις περαιτέρω γνωστικές και ακαδημαϊκές ικανότητες του (Lyons, 1995 στο Στασινός, 2015).
Ο Eisenberg (1978) παλιότερα όριζει λειτουργικά τη δυσλεξία, λέγοντας ότι πρόκειται για μία ανικανότητα του παιδιού στην εκμάθηση μιας επιτυχημένης και αβίαστης ανάγνωσης ανεξάρτητα από την κατάλληλη διδασκαλία, το οικογενειακό συγκείμενο και την κανονική νοημοσύνη (Στασινός, 2015).
Κατά καιρούς, διατυπώθηκε πληθώρα ορισμών για την δυσλεξία, πράγμα που καθιστά την εν λόγω ειδική μαθησιακή δυσκολία, αντικείμενο προβληματισμού και
διισταμένων απόψεων. Οι ορισμοί του φαινομένου που έχουν προταθεί, αντικατοπτρίζουν την περαιτέρω διερεύνηση που αφορά το επίπεδο αιτιολογικής διάγνωσης και ερμηνείας του φαινομένου καθώς και την εκπαιδευτική παρέμβαση στα πλαίσια του συμπεριληπτικού σχολείου. Αφού λοιπόν, δεχόμαστε ως δεδομένη την θέση σχετικά με την διαφοροποίηση και την πολυπλοκότητα των εννοιολογικών προσεγγίσεων που έχουν προταθεί για τη δυσλεξία, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε ότι το γεγονός αυτό οφείλεται στην διαφορετική επιστημολογική και θεωρητική αφετηρία των διάφορων μελετητών ως προερχόμενοι από διαφορετικές επιστήμες. Το φαινόμενο της δυσλεξίας αποτελεί ένα διεπιστημονικό ζήτημα, καθώς έχει απασχολήσει τους κλάδους της Ιατρικής, της Ψυχολογίας και της Εκπαίδευσης. Γίνεται λοιπόν αντιληπτό, ότι η απαρχή των διαφορετικών ορισμών της δυσλεξίας συνεπάγεται την βάση σε θέματα αιτιολογίας και ερμηνείας αλλά και θέματα διάγνωσης και παρέμβασης της δυσλεξίας (Στασινός, 2015).